- μετατύπωση
- η (ΑΜ μετατύπωσις) [μετατυπώνω]νεοελλ.τύπωση εκ νέου, ανατύπωσημσν.γραμμ. ανάλυση σύνθετης λέξης στα συνθετικά που τήν απαρτίζουν, λ.χ. ἀκρόπολις: ἄκρα πόλιςαρχ.1. (γενικά) μεταμόρφωση, μετασχηματισμός2. γραμμ. μεταβολή γραφής.
Dictionary of Greek. 2013.